- ελαιουργικός
- η , όν относящийся к промышленному производству оливкового масла;
ελαιουργική μηχανή — маслобойка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαιουργική μηχανή — маслобойка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ελαιουργικός — ή, ό (Α ἐλαιουργικός, ή, όν) αυτό που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιουργία ή στους ελαιουργούς («τα ελαιουργικά μηχανήματα έχουν τώρα τελειοποιηθεί») … Dictionary of Greek
ελαιουργικός — ή, ό που ανήκει ή αναφέρεται στην ελαιουργία (βλ. λ.): Ελαιουργικές μηχανές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)